- Πέρσεα
- Πέρσηςa throw on the dicemasc acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περσέα — περσέᾱ , περσέα persea fem nom/voc/acc dual περσέᾱ , περσέα persea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσέα — Περσέᾱ , Πέρσευς masc acc sg Περσέᾱ , Περσεύς a fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσέα — Bλ. λ. αβοκάτο. * * * η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως τής Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια… … Dictionary of Greek
πέρσεα — πέρσις sacking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσέας — περσέᾱς , περσέα persea fem acc pl περσέᾱς , περσέα persea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσέαι — περσέᾱͅ , περσέα persea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσέαν — περσέᾱν , περσέα persea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσέας — Περσέᾱς , Πέρσευς masc acc pl Περσέᾱς , Περσεύς a fish masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσεῶν — περσέα persea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσέαις — περσέα persea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)